- παραβολοειδής
- παραβολοειδής, ές,A indicating comparison, ἐπίρρημα Sch.Il.13.152.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβολοειδής — ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με παραβολή ή αυτός που χρησιμεύει για παραβολή νεοελλ. 1. μαθ. αυτός που μοιάζει με γεωμετρική παραβολή, παραβολικός 2. το ουδ. ως ουσ. το παραβολοειδές μαθ. επιφάνεια δευτέρου βαθμού παραγόμενη από μία παραβολή που… … Dictionary of Greek
παραβολοειδές — παραβολοειδής indicating comparison masc/fem voc sg παραβολοειδής indicating comparison neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek
συνισταμένη — Στη μηχανική, σ. δύο ή περισσότερων δυνάμεων καλείται η δύναμη που επιφέρει το αυτό αποτέλεσμα με τις δοθείσες. Αν δηλαδή στο σύστημα των ορισμένων δυνάμεων εφαρμοστεί μια δύναμη ίση και αντίθετη με τη σ., το σύστημα ισορροπεί. Σε περίπτωση δύο… … Dictionary of Greek